Διομήδης — Jove counselled masc acc pl (attic epic doric) Διομήδης Jove counselled masc nom/voc pl (doric aeolic) Διομήδης Jove counselled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… … Dictionary of Greek
Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… … Dictionary of Greek
Πετσάλης-Διομήδης, Θανάσης — (Αθήνα 1904 – ;). Λογοτέχνης, ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε μέχρι το 1945 στην Τράπεζα της Ελλάδας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα (1925). Έγραψε τις… … Dictionary of Greek
Διομήδει — Διομήδης Jove counselled masc nom/voc/acc dual (attic epic) Διομήδεϊ , Διομήδης Jove counselled masc dat sg (epic ionic) Διομήδης Jove counselled masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομηδοῖν — Διομήδης Jove counselled masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομηδέοιν — Διομήδης Jove counselled masc gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομηδέων — Διομήδης Jove counselled masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομηδῶν — Διομήδης Jove counselled masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομέων — Διομήδης Jove counselled masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διομήδεα — Διομήδης Jove counselled masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)